- λειχούδης
- Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) λογίων από την Κεφαλονιά.
1. Ιωαννίκιος (Ληξούρι 1633 – Μόσχα 1717). Σπούδασε στη Βενετία και στην Πάντοβα. Έγινε κληρικός και εργάστηκε ως ιεροκήρυκας και δάσκαλος στην ιδιαίτερη πατρίδα του έως το 1683. Την ίδια χρονιά το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον έστειλε στη Μόσχα, μαζί με τον αδελφό του Σωφρόνιο (βλ. 2.), για να συμβάλει στην αναδιοργάνωση της Ρωσικής Εκκλησίας και να ενισχύσει τους δεσμούς της με τα ελληνικά πατριαρχεία. Δίδαξε ελληνικά και λατινικά στη Σλαβοελληνολατινική Ακαδημία, η οποία αποτελούσε τότε το μόνο ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα στη Ρωσία. Σε συνεργασία με τον αδελφό του αναθεώρησε την επίσημη σλαβική μετάφραση της Αγίας Γραφής, έγραψε μια σειρά από διδακτικά εγχειρίδια ελληνικής και λατινικής γραμματικής, ρητορικής και διάφορες θεολογικές και φιλοσοφικές πραγματείες. Το σπουδαιότερο σύγγραμμά τους τιτλοφορείται Περί της γραμματικής μεθόδου. Επίσης χρημάτισε διπλωματικός απεσταλμένος του Μεγάλου Πέτρου στη Βενετία και στη Βιέννη (1689-91).
2. Σωφρόνιος (Ληξούρι 1652 – Μόσχα 1730). Η πορεία του ταυτίζεται με αυτήν του αδελφού του, Ιωαννίκιου (βλ. 1.). Διεξήγαγε αγώνες για την υπεράσπιση της ορθοδοξίας και προσέφερε σημαντικό έργο στην εκκλησιαστική και πνευματική πρόοδο της Ρωσίας, στην Ακαδημία της Ρωσίας όπου δίδασκε. Ωστόσο, διάφορες επαγγελματικές αντιζηλίες και δογματικές διχογνωμίες με Ρώσους θεολόγους οδήγησαν τους Λ. δύο φορές στην εξορία (1694-97, 1698-1706), απ’ όπου ανακλήθηκαν στη Μόσχα μετά την επέμβαση του ίδιου του τσάρου.
* * *και λιχούδης -α -ικο, θηλ. και λ(ε)ιχούδισσααυτός που ορέγεται πολύ, που επιθυμεί πολύ τα φαγητά, ιδίως τα εκλεκτά, αδηφάγος, γαστρίμαργος, λαίμαργος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ- τού λείχω + κατάλ. -ούδης].
Dictionary of Greek. 2013.